μαχαίρωμα

μαχαίρωμα
bıçaklama, bıçakla yaralama

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαχαίρωμα — ατος, το [μαχαιρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαχαιρώνω, φόνος ή τραυματισμός με μαχαίρι …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρωμα — το το πλήγμα, το τραύμα με μαχαίρι: Τα μαχαιρώματα είναι συχνά στις κακόφημες περιοχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”